υμνοδιδάσκαλος

υμνοδιδάσκαλος
ὁ, Α
ο διδάσκαλος ύμνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + διδάσκαλος (πρβλ. χορο-διδάσκαλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υμνοδιδασκαλώ — έω, Α [ὑμνοδιδάσκαλος] είμαι ὑμνοδιδάσκαλος* …   Dictionary of Greek

  • δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”